-
1 звать
звать 1) καλώ, φωνάζω' вас зовут σας καλούν, σας φωνάζουν 2) (называть) ονομάζω как вас зовут? πώς σας λένε; меня зовут... με λένε... 3) (приглашать) καλώ, προσκαλώ* * *1) καλώ, φωνάζωвас зову́т — σας καλούν, σας φωνάζουν
2) ( называть) ονομάζωкак вас зову́т? — πώς σας λένε
меня́ зову́т... — με λένε...
3) ( приглашать) καλώ, προσκαλώ -
2 звать
зову, зовшь, παρλθ. χρ. звал, -ла, звало, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. званный, βρ: зван, звана, званоρ.δ.μ.1. καλώ, φωνάζω•-на помощь καλώ σε βοήθεια.
|| προσκαλώ•звать к себе в гости προσκαλώ στο σπίτι μου σαν φιλοξενούμενο•
звать на свадьбу καλώ στο γάμο.
2. ονομάζω, ονοματίζω•его зовут аристократом τον φωνάζουν αριστοκράτη.
|| απρόσ. как вас зовут? πως σας λένε;•меня зовут александр με λένε Αλέξανδρο.
ονομάζομαι, καλούμαι, λέγομαι.